-
1 πηγή
[лиги] ουσ. θ. ключ, источник, родник, (μεταφ.)Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πηγή
-
2 источник
-а α.1. πηγή•источник воды πηγή νερού•
нефтяной источник πετρελαιοπηγή•
горячий θερμοπηγή•
серный источник θειοπηγή.
2. αιτία, αρχή ενός πράγματος•источник тепла πηγή θερμότητας•
-и сырьй πηγές πρώτων υλών•
груд источник благосостояния η δουλειά είναι πηγή ευημερίας•
неиссякаемый источник αστείρευτη πηγή.
3. γραπτά μνημεία, έγγραφα (για επιστημ. μελέτες)•обращайтесь к -ам ανατρέχετε στις πηγές•
ссылка на -и παραπομπή στις πηγές.
-
3 источить
источитьсов τροχίζω, ἀκονίζω, источник м1. прям., перен ἡ πηγή:минеральный \источить ἡ μεταλλική πηγή· нефтяной \источить ἡ πετρελαιοπηγή· \источить света πηγή φωτός· \источить заработка οίκονομικός πόρος· из достоверных \источитьов ἀπό ἔγκυρη πηγή·2. (письменный памятник) οἱ πηγές:ссылка на \источитьи παραπομπή ἀναφορά στίς πηγές. -
4 верный
верный 1) (преданный) πιστός, έμπιστος \верныйые друзья οι πιστοί φίλοι 2) (правильный) σωστός, ορθός· ακριβής (точный)' \верныйое решение η ορθή λύση 3) (надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστος· из \верныйых источников από σίγουρη πηγή* * *1) ( преданный) πιστός, έμπιστοςве́рные друзья́ — οι πιστοί φίλοι
2) ( правильный) σωστός, ορθός; ακριβής ( точный)ве́рное реше́ние — η ορθή λύση
3) ( надёжный) ασφαλής, σίγουρος, αξιόπιστοςиз ве́рных исто́чников — από σίγουρη πηγή
-
5 достоверный
достоверный αξιόπιστος έγκυρος σίγουρος (надёжный)' из \достоверныйых источников από αξιόπιστη πηγή* * *αξιόπιστος; έγκυρος; σίγουρος ( надёжный)из достове́рных исто́чников — από αξιόπιστη πηγή
-
6 источник
источник м η πηγή (тж.перен.) из достоверных \источников από αξιόπιστες πηγές* * *мη πηγή (тж. перен.)из достове́рных исто́чников — από αξιόπιστες πηγές
-
7 ключ
I ключ I м (от замка) το κλειδί II ключ II м (источник) η πηγή* * *I м(от замка́) το κλειδίII м( источник) πηγή -
8 неиссякаемый
неиссякаемый ανεξάντλητος, αστείρευτος· ακένωτος (неисчерпаемый); \неиссякаемый источник η ακένωτη πηγή* * *ανεξάντλητος, αστείρευτος; ακένωτος ( неисчерпаемый)неиссяка́емый исто́чник — η ακένωτη πηγή
-
9 родник
-
10 скважина
скважина ж 1) (замочная) η κλειδαρότρυπα 2): нефтяная \скважина η πηγή πετρελαίου* * *ж1) ( замочная) η κλειδαρότρυπα2)нефтяна́я сква́жина — η πηγή πετρελαίου
-
11 дойный
επ.γαλακτοφόρος•-ая коза γαλακτοφόρα γίδα.
εκφρ.- ая корова – (απλ.) πηγή πλούτου, πλουτοφόρα πηγή. -
12 исток
-а α.1. εκροή, διέξοδος.2. πηγή•исток реки πηγή ποταμού.
|| (συνήθως πλθ.) μτφ. αρχή, αφετηρία, αιτία. -
13 бета-излучатель
η πηγή/ο πομπός των ακτινών β(βήτα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бета-излучатель
-
14 гамма-излучатель
η πηγή ακτινοβολίας των ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-излучатель
-
15 гидротерма
η θερμή πηγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидротерма
-
16 загрязнение
1. (действие) η ρύπανσ/η, η μόλυνσηконтроль над - ем окружающей среды έλεγχος κατά της - ης του περιβάλλοντος2. (при-месь) о ρύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнение
-
17 исток
1. (исходный узел графа, сетевого графика или электрод полевого транзистора) η αρχή, το αρχικό κομβίο 2. (реки, ручья) η πηγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исток
-
18 ключ
1. (инструмент) η κλείς, η κλείδα, разг. το κλειδίтрубный - των σωλήνων, ο σωληνοκάβουρας2. (эл.,элн.) о διακόπτης 3. муз. το κλειδί 4. (источник, родник) η πηγή, η κρήνη 5. свз. о κωδικός 6. (дверной) το κλειδί (της πόρτας/θύρας) 7.(зажигания) το κλειδί (της ανάφλε-ξης/εκκίνησης) 8. (телеграфный) το χειριστήριο, ο μεταδότης (των τηλεγραφικώνσημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ключ
-
19 облучатель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облучатель
-
20 очаг
1. (реакции и т.п.) η εστία 2. (камин) η εστία, το τζάκι 3. (источник распространения чего-л.) η πηγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > очаг
См. также в других словарях:
πηγή η — πηγή, η 1. το μέρος απ όπου βγαίνει νερό κτλ.: Ιαματικές πηγές. – Πηγές πετρελαίου. 2. μτφ., αιτία, αρχή πράγματος: Κανένας δεν είναι αστείρευτη πηγή γνώσεων. 3. για ιστορικές επιστήμες, τα πρώτα κείμενα: Πηγές της ιστορίας. – Από ποια πηγή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηγή — running water fem nom/voc sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
Πηγή — Sp Pigė Ap Πηγή/Pigi L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πηγῇ — πήσσω Aër. aor subj pass 3rd sg πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg (doric) πηγάζω spring fut ind act 3rd sg (doric) πηγή running water fem dat sg (attic epic ionic) πηγός well put together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωοδόχος Πηγή — I Περίφημο αγίασμα της Ορθοδοξίας, που βρίσκεται κοντά στην Κωνσταντινούπολη, περίπου 165 μ. από την πύλη της Σηλυβρίας. Οι Βυζαντινοί την ονόμασαν Πύλη της Πηγής. Πάνω από την πηγή αυτή, ο Λέων ο Α’, που σύμφωνα με την παράδοση την ανακάλυψε,… … Dictionary of Greek
ιόντων, πηγή — Συσκευή για την παραγωγή κατευθυνόμενων δεσμών ιόντων που χρησιμοποιούνται κυρίως στους επιταχυντές σωματιδίων, στους φασματογράφους μάζας, στα ιοντικά μικροσκόπια κ.α. Στη συσκευή αυτή μια λεπτή δέσμη αερίου, για παράδειγμα υδρογόνου ή ηλίου,… … Dictionary of Greek
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
πηγῆι — πηγῇ , πήσσω Aër. aor subj pass 3rd sg πηγῇ , πηγάζω spring fut ind mid 2nd sg (doric) πηγῇ , πηγάζω spring fut ind act 3rd sg (doric) πηγῇ , πηγή running water fem dat sg (attic epic ionic) πηγῇ , πηγός well put together fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαργαφία — Πηγή του Κιθαιρώνα, που βρισκόταν ΒΑ των Πλαταιών. Εκεί κοντά είχαν στρατοπεδεύσει οι Σπαρτιάτες με τον Παυσανία το 479 π.Χ., αποτελώντας το δεξιό τμήμα της ελληνικής παράταξης πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Τη νύχτα όμως το τμήμα αυτό… … Dictionary of Greek
ηχείο — Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την… … Dictionary of Greek